-
1 быстрый
επ., βρ: быстр, быстра, быстро1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•быстрый бег γρήγορο τρέξιμο•
-ое вращение η ταχεία περιστροφή•
ответ γρήγορη απάντηση•
быстрый на выдумку ευφυολόγος, που εύκολα επινοεί.
2. ευκίνητος, εύστροφος, αλέστος. -
2 проявитель
кфт. το υγρό εμφάνισης (των φωτογραφιών), ο εμφανιστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проявитель